- εὐκραίρης
- εὐκραίρης, ητος, ὁ, ἡ, = sq., Max.84.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευκραίρης — εὐκραίρης, ητος, ὁ, ἡ (Α) μτγν τ. τού εύκραιρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. σε ης τού εύκραιρος*] … Dictionary of Greek
εὐκραίρητος — εὐκραίρης fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)